τεζάκι

τεζάκι
το, Ν
βλ. τεζιάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τεζιάκι — και τεζάκι και τεζάχι, το, Ν πάγκος καταστήματος πάνω στον οποίο γίνεται η ζύγιση, η μέτρηση και οι σχετικές δοσοληψίες ή όπου είναι τοποθετημένα τα ποτήρια και οι φιάλες τών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tezgah] …   Dictionary of Greek

  • τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”